- οκτήρης
- ὀκτήρης, -ῆρες (Α)1. (για πλοίο) αυτό που έχει οκτώ σειρές κουπιών2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτήρηςπολεμικό πλοίο με οκτώ σειρές κουπιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + -ήρης (< θ. ερε-, πρβλ. ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τρι-ήρης. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.